Η προσαρμοστικότητα, η ευελιξία και η ταχύτητα παίζουν καθοριστικό ρόλο στη βιωσιμότητα της επιχειρηματικότητας
Διανύουμε μια περίοδο έντονων γεωπολιτικών προκλήσεων και αλλεπάλληλων κρίσεων με παγκόσμιο χαρακτήρα. Βιώνουμε ενεργειακές, κλιματικές αλλαγές, οικονομικές και πολιτικές αβεβαιότητες, ζώντας τα τελευταία χρόνια σε καθεστώς διαρκούς αναστάτωσης από τις αλλεπάλληλες κρίσεις.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει βαθιές επιπτώσεις στο οικονομικό σύστημα στη χώρα μας και διεθνώς. Έχει επηρεάσει δυσμενώς τις προοπτικές για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ενώ εντείνονται οι προκλήσεις για την οικονομική σταθερότητα της αγοράς. Η αύξηση του πληθωρισμού και η συρρίκνωση της ανάπτυξης, με βασικούς άξονες τις τιμές της ενέργειας, των λιπασμάτων και των σιτηρών και την αμφίβολη πορεία του τουρισμού, αλλά και η εξάρτιση που έχουμε από τη Ρωσία & την Ουκρανία στις εξαγωγές και εισαγωγές πλήθους προϊόντων αποτελούν πυλώνες αυξημένης αβεβαιότητας. Σε συνδυασμό και με τον υψηλό βαθμό αβεβαιότητας ως προς την έκβαση και τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και τις συνεχείς και κλιμακούμενες οχλήσεις της γειτονικής χώρας, καθίσταται εξαιρετικά πρόωρη και επισφαλής οποιαδήποτε πρόβλεψη για την πορεία και διάρκεια της κρίσης αυτής.
Η κρίση έχει επιφέρει εντονότατες πληθωριστικές πιέσεις με σημαντική επίπτωση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, χωρίς προηγούμενο εδώ και πολλά χρόνια, και ασφυκτική συμπίεση στα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με την παράλληλη αύξηση των επιτοκίων . Λειτουργεί αποτρεπτικά για τη λήψη επενδυτικών οικονομικών αποφάσεων από τις επιχειρήσεις δεδομένης της αύξησης του κόστους παραγωγής. Οι δυσμενείς εξελίξεις στις τιμές πρώτων υλών και προϊόντων, οι οποίες τροφοδοτήθηκαν από την ενεργειακή κρίση, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις παρατεταμένες διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, θέτουν σε αβεβαιότητα την οποιαδήποτε πρόβλεψη για επιστροφή στην κανονικότητα.
Οι διαστάσεις του προβλήματος θα διογκωθούν περαιτέρω εάν δεν διευκολυνθούν οι προσπάθειες των επιχειρήσεων να κρατήσουν σταθερό το κόστος παραγωγής, αλλά και να μπορέσουν να προχωρήσουν σε επενδύσεις. Η οικονομία έχει ένα επενδυτικό κενό το οποίο συντηρείται λόγο του φόβου του πληθωρισμού, της αύξησης των επιτοκίων, του ενεργειακού κόστους ενώ οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να καλύψουν ένα μέρος του κενού αυτού με τις επενδύσεις τους.
Σημαντικό πρόβλημα για την αγορά αποτελεί επίσης το γεγονός πως οι εφοδιαστικές αλυσίδες βρίσκονται υπό πίεση εδώ και αρκετό καιρό δημιουργώντας σοβαρές αναταράξεις αλλά και ανατρέποντας επιχειρηματικά μοντέλα. Όλες οι εταιρείες, ασχέτως του αν έχουν προμηθευτές ή δραστηριότητες στο επίκεντρο των εχθροπραξιών, αντιλαμβάνονται πως δεν πρέπει πια να σχεδιάζουν τις κινήσεις τους υπό το πρίσμα της απεριόριστης παγκοσμιοποίησης αλλά προς πιο περιφερειακά, τοπικά κέντρα παραγωγής και προμήθειας πρώτων υλών. Τα οφέλη από μεγαλύτερη αποκέντρωση και επιπλέον πηγών προμήθειών και παροχής υποστήριξης, αποκτούν σημασία όχι μόνο για περιβαλλοντικούς λόγους αλλά και για την αποφυγή μελλοντικών σοκ.
Παρατηρούμε πως πολλές μεγάλες επιχειρήσεις που κατέχουν σημαντικό μέρος της εφοδιαστικής αλυσίδας τους, έχουν προχωρήσει προς την καθετοποίηση ως τρόπο εξομάλυνσης των διαταραχών και των πληθωριστικών πιέσεων που προκύπτουν, ενώ παράλληλα κάποιες άλλες χρησιμοποιούν resources τρίτων για εμπορία των ειδών τους, με σκοπό την μεταβολή των παγίων κοστών σε μεταβλητά.
Η πρόσφατη πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η τρέχουσα ενεργειακή κρίση έχουν σοβαρές συνέπειες στο οικονομικό και επιχειρηματικό γίγνεσθαι. Ας έχουμε στο νου μας όμως πως οι ανακατατάξεις συχνά δημιουργούν νέα παράθυρα ανάπτυξης. Η προσαρμοστικότητα, η ευελιξία, η ταχύτητα των αποφάσεων σήμερα, περισσότερο από ποτέ, παίζουν καθοριστικό ρόλο στη βιωσιμότητα της επιχειρηματικότητας.
.
.
.