Τα μνημόνια φεύγουν, εποπτεία και αβεβαιότητα μένουν 

Η έξοδος της χώρας στις αγορές μετά τον Αύγουστο, ενδέχεται να κάνει πολύ πιο δύσκολη την όποια προοπτική ανάπτυξης.

Πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό, από τα πιο επίσημα χείλη, αφενός μεν για την προσεχή έξοδο της χώρας στις αγορές και αφετέρου για την υπερπαραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος. Εκ πρώτης όψεως οι προοπτικές αυτές εμφανίζονται ως ευνοϊκές πλην όμως υπάρχει και μία άλλη ανάγνωση που πάει πίσω από τις γραμμές. Όταν μιλάμε για έξοδο στις αγορές μετά από 5 ή 6 μήνες, πριν από όλα, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ποια θα είναι η διεθνής συγκυρία και ποιο επίπεδο επιτοκίων αυτή η τελευταία θα υπαγορεύει. Αυτό σημαίνει ότι μία έξοδος στις αγορές με επιτόκιο δανεισμού τριπλάσιο και πλέον του σημερινού, που είναι αυτό των μνημονίων, θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος και ασφαλώς θα δημιουργήσει προβλήματα στην ευνοϊκή χρηματοδότηση αναπτυξιακών επενδύσεων.

Από την άλλη πλευρά, η υπόθεση του πρωτογενούς πλεονάσματος, δεν είναι διόλου απλή για ένα σημαντικό λόγο. Με δεδομένη την επίτευξη πλεονασματικών προβλέψεων της τάξεως του 3,5% ως ποσοστού του ΑΕΠ ετησίως, για τα επόμενα 5 χρόνια, αν αντιστοίχως ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας υπολείπεται του πλεονάσματος αυτού και αγγίξει το προβλεπόμενο 2% τότε με δεδομένη την κανονική εκτέλεση του προγράμματος, η πραγματική οικονομία θα κληθεί να καλύψει την διαφορά. Με απλά λόγια δηλαδή αν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι μία ποσοστιαία μονάδα μικρότερος του ποσοστού πλεονάσματος θα χρειαστούν 1,8 δις Ευρώ για να καλυφθεί η διαφορά. Αυτό σημαίνει αύξηση φόρων, νέα επιβάρυνση των υποχρεώσεων του δημοσίου προς τον ιδιωτικό φορέα και θεαματική μείωση των δημοσίων δαπανών. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι το αποτέλεσμα της υστέρησης εισόδων ανά μήνα λόγω φορολογικής κόπωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων ανέρχεται στα 180 με 200 εκατομμύρια Ευρώ. Κατά συνέπεια θα έχουμε μία νέα επικίνδυνη προοπτική δημοσιονομικού εκτροχιασμού που σίγουρα δεν είναι βοηθητική ούτε της ανάπτυξης αλλά ούτε και της μείωσης της ανεργίας.

Πέρα από τα ανωτέρω προβλήματα που έχουν δημοσιονομικό χαρακτήρα θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η όποια ανάκαμψη της οικονομίας δεν μπορεί να γίνει χωρίς τον έλεγχο της κρίσης των τεσσάρων συστημικών τραπεζών της χώρας. Τράπεζες οι οποίες ως γνωστόν αποτελούν σήμερα το 98% του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Και από την άποψη αυτή ένα πράγμα είναι βέβαιο οι ελληνικές τράπεζες για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας συνολικής αναπτυξιακής προσπάθειας όπως επισημαίνει το ΔΝΤ πρέπει να ρυθμίσουν το τεράστιο θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που υπολογίζονται σε 98 δις Ευρώ. Το γεγονός ότι η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα μετατράπηκε σε σχεδόν καταστροφή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο μάλιστα δεν είχε δανείσει υπερβολικά τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις σήμερα φέρνει την πτυχή αυτή της οικονομίας στην πρώτη θέση των προβλημάτων προς επίλυση. Υπό αυτές τις συνθήκες πέρα από τις όποιες πολιτικές δημοσιονομικής εξυγίανσης πρέπει μέσα από νομοθετικές πρωτοβουλίες να απελευθερωθούν πόροι για μικρές μεσαίες και μεγάλες εγχώριες εταιρείες οι οποίες 10 χρόνια τώρα βιώνουν όρους αβεβαιότητος και χάους.

του Νίκου Καραγεωργίου – Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ)

.